προσεμματεύω

προσεμματεύω
και προσεμβατεύω Α
βάζω κάπου το χέρι μου ψηλαφώντας («γυναικὸς ἔτι προσεμματεύοντα τὸν μοιχὸν ἔνδον ἐχούσης», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐμβατεύω «εισέρχομαι, ερευνώ, επιβαίνω». Ο τ. προσεμματεύω πιθ. κατ' επίδραση τού ρ. ἐμματῶ «ψηλαφώ, βάζω τα δάχτυλα στο στόμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”